- μέμονα
- μέμονα (Α)(ποιητ. και ιων. παρακμ. με σημ. ενεστ. μόνο στον εν., ενώ στον πληθ. έχει τύπους από το μέμαα)1. επιθυμώ πάρα πολύ, ποθώ («μέμονέν τε μάχεσθαι», Ομ. Οδ.)2. προσπαθώ, επιδιώκω3. προθυμοποιούμαι4. έχω ροπή, διάθεση για κάτι5. προτίθεμαι, σκέπτομαι να... («ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.)6. υπολογίζω με τη σκέψη μου, κρίνω, εκτιμώ («διχθὰ δὲ μοι κραδίη μέμονε», Ομ. Ιλ.)7. στοχάζομαι, σκέπτομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. μένος].
Dictionary of Greek. 2013.